Εφημερίδα «Ελεύθερος»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

του Αντώνη Τριανταφύλλου





«Επάγγελμα βουλευτής» ή επαγγελματίας και παράλληλα βουλευτής; Το απόλυτο ασυμβίβαστο μεταξύ της βουλευτικής και της επαγγελματικής δραστηριότητας θα μπορούσε να επανεξεταστεί και αν ναι προς ποια κατεύθυνση;


Η εμπειρία και η γνώση θα πρέπει οπωσδήποτε να συνδυαστούν με την επαγγελματική ιδιότητα. Επομένως ερωτήματα του τύπου «επάγγελμα βουλευτής» ή επαγγελματίας και παράλληλα βουλευτής είναι άτοπα.

Συνεπώς το θέμα του απολύτου ασυμβιβάστου πρέπει να επανεξεταστεί και να κινηθούμε προς το σχήμα του μερικού ασυμβιβάστου. Και αυτό διότι ορισμένα επαγγέλματα μπορεί να είναι απόλυτα ασυμβίβαστα με τη βουλευτική ιδιότητα, ωστόσο άλλα θεωρούνται απαραίτητα και συμβάλλουν καθοριστικά στο να ανταποκριθεί καλύτερα και πληρέστερα ο βουλευτής στα καθήκοντά του.


Το ερώτημα αυτό τέθηκε, διότι υπάρχουν μερικές φωνές που λένε ότι εάν κάποιος βουλευτής δεν διατηρεί και μια επαγγελματική δραστηριότητα μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να γίνει «φερέφωνο» κάποιων εξωθερμικών συμφερόντων.


Εγώ δεν το εξετάζω από την πλευρά του αν μπορεί ο βουλευτής μετά τη θητεία του και εφόσον δεν επανεκλεγεί, να ασκήσει κάποιο επάγγελμα. Αυτό δεν με αφορά. Αντιθέτως αυτό που με αφορά είναι αν μπορεί ο εκλεγμένος βουλευτής να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του και αν του χρειάζονται ή όχι να συνεχίσει να έχει την επαφή με ορισμένους ορίζοντες επαγγελματικής δράσης.


Το καθεστώς της βουλευτικής ασυλίας θα ήταν δυνατό να επανεξεταστεί στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση; Αρκετές φορές βλέπουμε ότι ίσως γίνεται κάποια κατάχρηση αυτού του όρου ή παρανόηση του περιεχομένου του. Μήπως θα έπρεπε να επανεξετάσουμε το θέμα αυτό σε κάποια άλλη βάση;


Θεωρώ ότι πρέπει οπωσδήποτε να επανεξεταστεί το θέμα της βουλευτικής ασυλίας. Πρέπει πράγματι να περιοριστεί σε εκείνα τα ζητήματα που έχουν απόλυτη σχέση με τον πολιτικό του χώρο, δηλαδή ως πολιτικός παράγων και μόνο θα πρέπει να προστατεύεται. Αν χρειάζεται να προστατευθεί ή όχι από παραβάσεις του κοινού αστικού ή ποινικού δικαίου, θα έλεγα όχι διότι δεν παύει να είναι Έλληνας πολίτης. Αλλά σε ότι αφορά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων εκεί θα πρέπει να προστατεύεται.


Μέχρι σήμερα για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται προσπάθεια, ώστε να εξασφαλίζεται η ευρύτερη δυνατή συναίνεση, το είδαμε εξάλλου και κατά την πρόσφατη εκλογή του Καρόλου Παπούλια. Ωστόσο, το σύνταγμα προβλέπει την υποχρεωτική διάλυση της Βουλής, εάν δεν εκλεγεί υποψήφιος που να συγκεντρώνει την πλειοψηφία των 3/5 του Σώματος (180 βουλευτές). Αυτή η διάταξη κατά τη γνώμη σας θα μπορούσε να αναθεωρηθεί, ίσως και γενικότερα ο θεσμικός ρόλος του προέδρου της Δημοκρατίας;


Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι πολύ σημαντικός σε ότι αφορά τη λειτουργία του πολιτεύματος. Σοφά λοιπόν ο νομοθέτης όρισε τη συμφωνία των 3/5 της Βουλής. Διότι αυτή η ενισχυμένη πλειοψηφία είναι απαραίτητη για να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή αντιπροσωπευτικότητα. Αν πηγαίναμε το θέμα παρακάτω τότε δεν θα είχε κανένα νόημα διότι θα μπορούσαμε να πηγαίναμε στη λεγόμενη άμεση Δημοκρατία με τον Πρόεδρο να εκλέγεται άμεσα από το λαό. Όμως εδώ έχουμε αντιπροσωπευτική δημοκρατία άρα ο πρόεδρος εκλέγεται μέσα από το κοινοβούλιο άρα από τα πολιτικά κόμματα. Όταν χρειάζεται η σύμπραξη και μάλιστα αυτό είναι πολύ σημαντικό σημείο δημοκρατίας η σύμπραξη δυο ή και τριών κομμάτων για να εκλέξει το πρόεδρο και εν πάση περιπτώσει με ενισχυμένη πλειοψηφία βουλευτών σημαίνει ότι ο πρόεδρος είναι ευρύτερης αποδοχής κάτι που ενισχύει ακριβώς και το ρόλο του ως θεσμού — θεματοφύλακα λειτουργίας της δημοκρατίας.


Αν μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο για μια διαφοροποίηση στο θεσμικό πλαίσιο και να λάβει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας περισσότερες αρμοδιότητες, θα συμφωνούσατε;


Αυτό είναι πράγματι ένα άλλο θέμα. Ο τρόπος εκλογής του προέδρου είναι ορθός με βάση το νομοθέτη. Το ζήτημα των περισσότερων αρμοδιοτήτων είναι συζητήσιμο, αλλά μέχρι σήμερα αποδείχθηκε ότι το σύστημα των ήδη υπαρχουσών αρμοδιοτήτων λειτουργεί σωστά. Εξάλλου, δεν χρειαζόμαστε ένα πρόεδρο, ο οποίος να παρεμβαίνει στο έργο μιας κυβέρνησης που τελικώς έχει και την ευθύνη αλλά και τη δεδηλωμένη . Επομένως, δεν μπορεί να υπάρχει ένας πρόεδρος με αρμοδιότητα να διαλύει τη Βουλή, γιατί τότε δεν θα σέβεται τη δεδηλωμένη.

Από την άλλη πλευρά όμως αν πρέπει να προστεθούν ορισμένες αρμοδιότητες στον πρόεδρο, προκειμένου να μπορεί να λειτουργεί ομαλά το πολίτευμά μας αυτό δεν αποκλείεται να συζητηθεί. Άρα μπορεί να «πέσει» για συζήτηση κάποιο σημείο που αφορά διαδικασίες λειτουργίας του σημερινού θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας.


Πολλά έχουν ακουστεί για τη μη κρατικά πανεπιστήμια. Θα μπορούσαν να έχουν παράλληλη πορεία με τα δημόσια πανεπιστήμια;


Αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και ως εξής. Θέλουμε ή δεν θέλουμε ποιοτική Παιδεία; Από εκεί και πέρα η ερώτηση για το αν θέλουμε κρατική και μη κρατική παιδεία είναι ψευτοδίλλημα. Γιατί το λέω αυτό. Διότι η παιδεία είναι ενιαία. Αν εμείς θέλουμε να διακρίνουμε την παρεχόμενη εκπαίδευση στους Έλληνες μαθητές με βάση το αν αυτή παρέχεται στα δημόσια ή ιδιωτικά σχολεία, ας κρατήσουμε και τη διάκριση μεταξύ μη κρατικών και κρατικών πανεπιστημίων.

Αυτό πρέπει σε κάθε περίπτωση ουσιαστικά να εκλείψει. Λέω ουσιαστικά γιατί θεσμικά βεβαίως το κράτος συνεχίζει με συνταγματική υποχρέωση να παρέχει τη δυνατότητα στους Έλληνες μαθητές να φοιτούν δωρεάν και να τους παρέχεται η λεγόμενη αναγκαία και απαραίτητη Παιδεία. Παράλληλα όμως δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι η εκπαίδευση ανήκει στην συνταγματικά κατοχυρωμένη πρωτοβουλία των ιδιωτών. Μπορούν πράγματι να ιδρύσουν σήμερα και δημοτικά σχολεία αλλά και γυμνάσια και λύκεια και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτό να μην μπορεί να επεκταθεί και στην ανώτατη εκπαίδευση όπως συμβαίνει και σε άλλα κράτη της ευρωπαϊκής ένωσης αλλά και σε άλλα κράτη εκτός της Ευρώπης. Εδώ δεν είναι να διαλέξουμε μεταξύ κρατικής και μη κρατικής παιδείας στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι να διαλέξουμε να κάνουμε ποιοτικά αναβαθμισμένα πανεπιστήμια κρατικά έτσι ώστε και τα ιδιωτικά που πρόκειται να ιδρυθούν να μπορούν να ανταγωνίζονται και να συναγωνίζονται στο ποιος θα βγάλει καλύτερη ποιοτικά παιδεία, όχι μόνο βασική αλλά επαγγελματική δηλαδή να δώσει τέτοιες κατευθύνσεις ώστε να μπορούν οι απόφοιτοι των πανεπιστημιακών σχολών να βρίσκουν εργασία και παράλληλα να έχουν θεμελιωμένη αντίληψη για τη ζωή και για τις βασικές κατευθύνσεις που απαιτούνται για να μπορεί κανείς να επιλέγει ορθώς, να δίνει δηλαδή προτεραιότητες στη ζωή του, να κάνει σωστές επιλογές και να αποδίδει υπεύθυνα στην επαγγελματική του ενασχόληση. Άρα λοιπόν το ξαναλέω είμαι υπέρ της ανοιχτής παιδείας στα ΑΕΙ υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων αλλά εκείνο που πρέπει να προσέξουμε είναι η αναβάθμιση των εσωτερικών κανονισμών λειτουργίας και των δημοσίων και των ιδιωτικών πανεπιστημιακών σχολών σε βαθμό τέτοιο που να δίνουν ποιοτική αναβάθμιση σε αυτό που σήμερα υπάρχει στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.


Η βασικότερη διάταξη που αναθεωρήθηκε το 2001 ήταν η διάταξη για τον περίφημο πλέον Βασικό Μέτοχο. Μετά και από τις πολύ πρόσφατες εξελίξεις ακόμα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να γίνει και πάλι αντικείμενο συζήτησης κατά την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση; Θα μπορούσαμε να επανεξετάσουμε και πάλι αυτό το ζήτημα;


Νομίζω ότι στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος σαφέστατα θα τεθεί και το θέμα αναθεώρησης του άρθρου 14. και αυτό όχι με την απειλή του βασικού μετόχου αλλά με την έννοια της αρτιότερης και νομιμότερης λειτουργίας της πολιτείας και της συνταγματικής τάξης. Υπο αυτή την έννοια απαντώ ναι. Αν τώρα αυτό είναι ή δεν είναι σύννομο ή όχι συγκρούεται ή όχι με το κοινοτικό δίκαιο αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Εγώ πιστεύω ότι η ένταξή μας στον οργανισμό που λέγεται Ε.Ε. έγινε με τη θέλησή μας και επομένως aprioriαποδεχτήκαμε το κοινοτικό κεκτημένο. Που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να συγκρουόμαστε με το κοινοτικό δίκαιο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσαρμόζουμε ορισμένα πράγματα προς τα ελληνικά δεδομένα. Είμαι βέβαιος ότι και το άρθρο 14 θα επανεξεταστεί μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της αναθεώρησης του συντάγματος.


Οι σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας είναι ένα ζήτημα που απασχολεί όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες. Κράτος και εκκλησία μπορούν ακόμα να συμπορεύονται ή θα πρέπει να επανεξετάσουμε το καθεστώς αυτής της θέσης και αν ναι σε ποιο βαθμό;


Καταρχήν αποδεχόμαστε και τους δυο θεσμούς και την πολιτεία και την εκκλησία για αυτό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Πρέπει να σεβαστούμε και τους δυο θεσμούς και ιδιαίτερα στη Ελλάδα για ιστορικούς αλλά και για υπαρξιακούς λόγους. Η ιστορική διαδρομή συνεργασίας αυτών των δυο θεσμών μας επιβάλει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στη θέση που παίρνουμε έναντι αυτών των δυο θεσμών. Εγώ πιστεύω ότι αν ορισμένα σημεία δυσκολεύουν τη συνεργασία και την λειτουργία των δυο θεσμών δεν πρέπει να μας οδηγήσει στα ακραία φαινόμενα θέσης ενάντια στην πολιτεία ή στη εκκλησία. Ούτε και χρειάζεται ο διαχωρισμός. Εξάλλου τι σημαίνει διαχωρισμός; Και σήμερα δεν λειτουργούν οι δυο θεσμοί ξεχωριστά, η εκκλησία τα του οίκου της και η πολιτεία τα του οίκου της. Αλλά αν το παίρναμε με την έννοια του απόλυτα ξεχωριστού τότε δεν θα υπήρχε καμία επαφή μεταξύ τους. Εδώ όμως σε πολλά σημεία η εκκλησία είναι πολιτεία και η πολιτεία εκκλησία. Άρα δεν βλέπω σε καμία περίπτωση το διαχωρισμό της εκκλησίας από την πολιτεία έτσι ώστε αυτό το μεγάλο θέμα που λέγεται Ελλάδα και χριστιανική εκκλησία να διαχωριστεί εις βάρος ή του πρώτου ή του δεύτερου θεσμού. Άρα λοιπόν να επιλύσουμε χρειάζεται ορισμένα ζητήματα τα οποία απλά στην καθημερινή τους λειτουργία πιθανώς δυσκολεύουν τη συνεργασία τους και τίποτε άλλο.


Η περίπτωση ίδρυσης ενός συνταγματικού δικαστηρίου βρίσκεται και αυτή στην ατζέντα της συνταγματικής αναθεώρησης. Πως θα κρίνατε εσείς την ίδρυση ενός τέτοιου οργάνου το οποίο θα είναι απόλυτα εξειδικευμένο στον τομέα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων;


Κοιτάξτε και σήμερα έχουμε αρμόδιους φορείς που κρίνουν τη συνταγματικότητα των νόμων. Γεγονός όμως είναι ότι στην πράξη πολλές φορές παρατηρούνται ορισμένα φαινόμενα απόκλισης από αυτό που λέμε αποδεκτό στον καθημερινό άνθρωπο ή αποδεκτό στο χρόνο λύσης των διαφορών. Δηλαδή πολλές φορές ο χρόνος που χρειάζεται για να λυθούν ορισμένα θέματα και να δοθούν απαντήσεις είναι δυσανάλογος του περιεχομένου λύσης των διαφορών. Άρα τι χρειαζόμαστε εδώ. Να έχουμε ένα θεσμό πιο αποτελεσματικό και στην κρίση και στο χρόνο λήψης των αποφάσεων. Υπο αυτή την έννοια πιθανώς να χρειαζόμαστε πράγματι και να διαφαίνεται ότι υπάρχει έλλειψη ενός μοναδικού οργάνου συνταγματικά κατοχυρωμένου που να μπορεί πράγματι να επιλαμβάνεται των συγκεκριμένων θεμάτων επι των οποίων θα έχει αρμοδιότητα το δικαστήριο και να επιλύει αυτά τα ζητήματα σε χρόνο τέτοιο που να μην είναι εις βάρος της λειτουργίας της πολιτείας και των θεσμών. Υπο αυτή την έννοια βεβαίως είμαι υπέρ της ίδρυσης ενός συνταγματικού δικαστηρίου που θα είναι πιο εξειδικευμένο αλλά και που θα αναφέρεται επίσης περιοριστικά σε κάποιους τομείς για την επίλυση διαφορών. Υπο αυτή την έννοια θεωρώ ότι οι σημερινές συνθήκες οδηγούν στην ωριμότητα της σκέψης να το αποδεχθούμε το συνταγματικό δικαστήριο.


Η διαδικασία του δημοψηφίσματος θα έπρεπε κατά τη γνώμη σας να επανεξεταστεί κατά την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση; Δεν θα ήταν θετικό να καταφεύγαμε πιο συχνά στην ετυμηγορία των πολιτών για μείζονα ζητήματα που απασχολούν την πολιτεία και την κοινωνία ή μήπως η ευρύτερη χρήση αυτού του θεσμού της άμεσης δημοκρατίας αποτελεί «όπλο» ενάντια στο κοινοβούλιο και μέσο προσωπικής επιβολής και προβολής άλλων θεσμικών ομάδων και προσώπων;


Τώρα εδώ θίγετε ένα πάρα πολύ σοβαρό θέμα το οποίο από μόνο του είναι όχι μόνο σοβαρό αλλά και αποτελεσματικό μέσο λειτουργίας της δημοκρατίας. Η δημοκρατία πράγματι πρέπει να μην αποκλείει τίποτα. Το θέμα είναι τα διάφορα μέσα που της παρέχουμε για να λειτουργεί να μην είναι φαλκιδευμένα και να μην χρησιμοποιούνται απλά για να πάμε υπέρ ή εις βάρος άλλων θεσμών. Το δημοψήφισμα είναι μέρος της δημοκρατίας και μέρος λειτουργίας του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος. Δεν απαγορεύεται πουθενά αν θέλουμε να το θεσμοθετήσουμε είναι άλλο θέμα συνταγματικά. Αλλά και σήμερα δεν απαγορεύεται μια πολιτεία, μια επαρχία μια περιφέρεια, ένας νομός να κάνει ένα δημοψήφισμα. Όμως καλό θα είναι να υπάρχει συνταγματική κατοχύρωση έτσι ώστε πράγματι το δημοψήφισμα να αποτελεί την τελική κατάληξη απόφασης των πολιτών για πολύ σοβαρά ζητήματα, οι οποίοι όμως μπορεί να μην είναι πολίτες όλης της επικράτειας αλλά πολίτες συγκεκριμένου χώρου. Άρα λοιπόν χωροταξικού δημοψηφίσματος. Θα σας δώσω το εξής παράδειγμα. Θέλει η Λευκάδα από όπου κατάγομαι και πολιτεύομαι να κάνει ένα δημοψήφισμα σε ότι αφορά το βιολογικό καθαρισμό, ή τα απόβλητα και τα σκουπίδια, δηλαδή ένα θέμα που απαιτεί την αποδοχή του συνόλου των πολιτών. Και όχι μόνο απαιτεί την αποδοχή αλλά είναι και θέμα που αγγίζει όλους τους πολίτες κανένας πολίτης δεν μπορεί να πει ότι δεν έχει σχέση με αυτό το ζήτημα. Και βεβαίως μπορεί να είναι υπέρ ή κατά αλλά σε κάθε περίπτωση η αναγκαιότητα λήψης απόφασης οδηγεί στην τελική απόφαση αυτή την τελική απόφαση ποιος θα πρέπει να την έχει; Αν την έχει ο λαός που θα προσφύγει στο δημοψήφισμα τότε είναι περισσότερο έγκυρο διότι δεν μπορεί η μια ομάδα να κατηγορεί την άλλη και πρέπει να σεβαστούν το αποτέλεσμα που το διαμορφώνει η πλειοψηφία. Αυτό είναι το πλέον χαρακτηριστικό σημείο λειτουργίας μια δημοκρατίας, ο σεβασμός της πλειοψηφίας αλλά και η εκτίμηση των θέσεων της μειοψηφίας. Εδώ λοιπόν το δημοψήφισμα κυρίως θα έχει την έννοια της επίλυσης σοβαρών θεμάτων σε τοπικό επίπεδο. Αλλά σε εθνικό επίπεδο μπορεί κανείς να προσφύγει όταν πράγματι αφορά εθνικά ευρύτερο θέμα που δεν σημαίνει η προσφυγή έλλειψη κυβερνητικής ευθύνης ή έλλειψη ευθύνης των κομμάτων που συμμετέχουν στην κοινοβουλευτική δημοκρατία αλλά ότι όλοι μας μπορούμε πράγματι να εκδηλώσουμε άποψη πάνω στο συγκεκριμένο θέμα άρα ποιος θα έχει την ευθύνη προσφυγής από εκεί και πέρα αυτό θα πρέπει να καθοριστεί. Θα το έχει η κυβέρνηση, θα το έχει το κοινοβούλιο και με ποια πλειοψηφία άρα λοιπόν το θέμα πάει πιο πέρα από τη στιγμή που θα υιοθετηθούν τα δημοψηφίσματα θα πρέπει να προβλεφθεί ποιος τα προτείνει, ποιος τα προκρίνει και με ποια πλειοψηφία ή μόνο με την κυβερνητική πλειοψηφία και ευθύνη. Εκεί υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα αλλά σε ότι αφορά την προσφυγή σε δημοψηφίσματα τοπικού χαρακτήρα είμαι υπέρ.


Ποια άλλα θέματα κατά τη γνώμη σας θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στην ατζέντα της συνταγματικής αναθεώρησης;


Θα μπορούσα να αναφέρω μερικά αλλά θα ήθελα να κάνω ορισμένες γενικές παρατηρήσεις. Αναθεωρήσεις δεν έχουμε και δεν θα πρέπει να έχουμε κάθε μέρα. Αναθεώρηση συχνή του συντάγματος σημαίνει αποτυχία της αναθεώρησης και επομένως του οργάνου που έχει αναλάβει την αναθεώρηση και επομένως και της βουλής που το έχει ψηφίσει. Οι θεσμοί αυτοί είναι σταθεροί και όσο πιο μακροχρόνια σταθεροί είναι τόσο το καλύτερο. Πότε όμως ένα σύνταγμα είναι πιο σταθερό και πιο μακροχρόνιο; Όσο περισσότερο στη διαδικασία της αναθεώρησης συμμετέχουν ό κόσμος και οι πολίτες όλων των τάξεων και όλων των φορέων. Άρα λοιπόν προκειμένου για την αναθεώρηση εδώ δεν πρέπει να συμμετέχουν μόνο κάποιες ομάδες βουλευτών πρέπει να ακούσουμε από κοντά και σε βάθος τη φωνή του λαού την καθημερινότητα του κόσμου την καθημερινή λειτουργία της Αγοράς των πολιτών (με την ευρεία έννοια και όχι με την έννοια της αγοράς προϊόντων) της πολιτείας στη ζωντανή λειτουργία της και να προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε αυτό το κλίμα στην αντίληψη όλων αυτών που θα συμμετέχουν στη αναθεώρηση του συντάγματος. Τότε θα κάνουμε πράγματι μια αναθεώρηση που θα έχει τα χαρακτηριστικά και της χρονικής διάρκειας αλλά και σταθερής λειτουργίας πλέον της πολιτείας εφαρμόζοντας τους θεσμούς. Γιατί δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά η φωνή του λαού θα είναι ο κόσμος ο ίδιος ο οποίος ζητάει σήμερα πράγματα και λέει ότι κάποιοι θεσμοί δεν λειτουργούν. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει εμείς να ακούσουμε προσεκτικά πριν καταλήξουμε σε οριστικές αποφάσεις και ως προς τα συγκεκριμένα άρθρα αναθεώρησης αλλά και κυρίως ως προς το βάθος και τις λεπτομέρειες που θα περιλαμβάνει η αναθεώρηση για ορισμένα άρθρα. Βεβαίως ο πρωθυπουργός έδωσε ορισμένες κατευθύνσεις και ανέφερε ορισμένα άρθρα και δραστηριότητες δεν σημαίνει ότι αν αποδειχθεί από τις προτάσεις που προέκυψαν μέσα από τις διαδικασίες της κοινοβουλευτικής διαδικασίας αν προταθούν και εγκριθούν είναι θα είναι ακόμα καλύτερα. Άρα λοιπόν θα πρέπει να συμπεριληφθούν και κάποια θέματα που αφορούν και τη λειτουργία της αγοράς των προϊόντων, της αγοράς εργασίας μπορούν να περιληφθούν ζητήματα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και κυρίως την ποιότητα ζωής μπορεί να περιληφθεί το ζήτημα της συνταγματικής κατοχύρωσης των ανεξάρτητων αρχών. Άρα τέτοιες διατάξεις πρέπει να αναθεωρηθούν δεδομένου ότι και στην τελευταία αναθεώρηση προστέθηκαν σημαντικές διατάξεις όμως αποδείχτηκε ότι και αυτές δεν ήταν σωστά προετοιμασμένες και η κυβέρνηση, τότε, του ΠΑΣΟΚ δεν δούλεψε όσο χρειάζεται για να κάνει κανείς μια αναθεώρηση. Άρα καταλήγω λέγοντας ότι η αναθεώρηση δεν είναι η ώρα εκείνη που απλά καταλήγουμε στο τελικό κείμενο αλλά είναι κυρίως η διαδικασία και ο χρόνος προετοιμασίας για την αναθεώρηση και εκεί πρέπει να δώσουμε έκταση και βάθος τέτοιο που να καθρεφτίζουμε τις απαιτήσεις μιας σύγχρονης κοινωνίας και κράτους μιας σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.



Δήλωση


Οι αναθεωρήσεις δεν είναι για τα μάτια του κόσμου και θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και να μη γίνεται η διαδικασία «για τα μάτια του κόσμου» αντίθετα πρέπει να κάνουμε αναθεώρηση στη βάση των σχέσεων των σκέψεων των απόψεων και των ιδεών των προβλημάτων και της φωνής του κόσμου εκείνο πρέπει να κάνουμε.